- τρίφωτος
- -η, -ο / τρίφωτος, -ον, ΝΜνεοελλ.1. αυτός που έχει τρία φώτα2. το ουδ. ως ουσ. το τρίφωτοφωτιστικό με τρεις λαμπτήρεςμσν.τριλαμπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. τρισσό-φωτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίφωτος — η, ο 1. που έχει τρία φώτα: Τρίφωτη λυχνία. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίφωτο, το φωτιστικό σύνολο από τρεις ηλεκτρικούς λαμπτήρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορθοστάτης — ο (Α ὀρθοστάτης) κάθε κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται κάτι όρθιο, δοκός, πάσσαλος νεοελλ. (παλαιότερα) δίφωτος, τρίφωτος ή τετράφωτος λύχνος προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, λυχνοστάτης αρχ. 1. κίονας, στύλος 2. επιτύμβιο μνημείο με… … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek